- πηνηκίζω
- και πηνικίζω Α [πηνήκη]φενακίζω, απατώ, εξαπατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηνηκίζειν — πηνηκίζω cheat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηνήκιζεν — πηνηκίζω cheat imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκισμα — τὸ, Α [πηνηκίζω] (κατά τον Ησύχ.) το φενάκισμα, η απάτη … Dictionary of Greek
διεπηνήκισας — διά πηνηκίζω cheat aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)